Το Πειραιώτικο ρεμπέτικο
Το Πειραιώτικο ρεμπέτικο
Όταν ακούσεις για πρώτη φορά τα παλιά, αυθεντικά Πειραιώτικα ρεμπέτικα θα εντυπωσιαστείς, αλλά και θα παραξενευτείς λίγο... Καταρχήν με τους στίχους τους που μιλούν για το χασίς, τους τεκέδες (μέρη όπου πήγαιναν για να καπνίσουν), τους ναργιλέδες, τους μάγκες, τα βάσανα της ζωής, τη φτώχεια. Ύστερα, με το μπουζούκι, που πρωταγωνιστεί με περίτεχνα σόλο, καθώς και με τα ηχοχρώματα της φωνής των τραγουδιστών που δεν μοιάζουν καθόλου με τα σημερινά.
Τα ρεμπέτικα είναι παιδιά μιας μουσικής γέννας σε περιβάλλον φτώχειας, καημών και καταχρήσεων. Δεν είναι χαρούμενα τραγούδια. Εξέφρασαν κοινωνικές ομάδες που ζούσαν στο περιθώριο των αστικών κέντρων της εποχής και έψαξαν μέσα από αυτή τη μουσική να βρουν ταυτότητα και έκφραση. Και οι χοροί -το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο-, θέλουν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και συγκεκριμένη ψυχική διάθεση.
Τις μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου οι μουσικολόγοι ακόμη τις ερευνούν. Συνδυάζουν πάντως τη Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, το δημοτικό τραγούδι, τους αμανέδες της Μικράς Ασίας, το τούρκικο ζεϊμπέκικο, τα τραγούδια της ταβέρνας και των «καφέ Αμάν» (καφενεία με 2 ή 3 τραγουδιστές που αυτοσχεδίαζαν στίχους).
Ο Πειραιάς έχει ιδιαίτερη σχέση με το ρεμπέτικο, στην οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που εγκαταστάθηκαν στην πόλη από το 1922 και μετά. Τα ρεμπέτικα γεννήθηκαν μέσα από τη ζωή της εργατικής τάξης και οι ρεμπέτες μοχθούσαν καθημερινά σε διάφορες δύσκολες δουλειές όπως τα καρβουνιάρικα, τα σφαγεία, τα χυτήρια. Οι στίχοι μιλούσαν για το λιμάνι και τα κορίτσια, τους τεκέδες και τις παράγκες, για πρόσωπα και περιστατικά.
Στέκι ήταν τα Λεμονάδικα, η τότε αγορά φρούτων και λαχανικών στην πλατεία Καραϊσκάκη, γύρω από την οποία είχαν εγκατασταθεί πολλοί φτωχοί πρόσφυγες (το «Κάτω στα Λεμονάδικα» του Βαγγέλη Παπάζογλου είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ρεμπέτικα). Στην περιοχή αυτή ζούσαν γνωστοί ρεμπέτες όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Ανέστης Δελιάς, ο Μάθεσης, ο Γενίτσαρης, ο Παπαϊωάννου κ.α. Συγκεντρώνονταν κυρίως στον καφενέ «Ζωρζ Μπατέ» του Γιώργου Μπάτη. Άνοιξε το 1931 και εκεί γράφτηκαν μερικά από τα σημαντικότερα ρεμπέτικα.
Η πρώτη κομπανία, που έκανε στη συνέχεια ηχογραφήσεις σε γραμμόφωνο, δημιουργήθηκε το 1934. Ήταν η περίφημη «Τετράς ξακουστή του Πειραιώς». Μέλη της ο (μετέπειτα διάσημος σε όλη την Ελλάδα) Μάρκος Βαμβακάρης και ο δάσκαλός του Γιώργος Μπάτης, μαζί με τους Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή. Οι διαφορετικές καταγωγές τους, από τη Σύρο, τον Πειραιά, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, συνθέτουν και τη διαφορετική γεωγραφία του ρεμπέτικου. Έγιναν διάσημοι και οι δίσκοι τους ανάρπαστοι -τόσο που φθείρονταν και ...έσπαγαν από το πολύ παίξιμο (από εκεί βγήκε και η φράση «σπάω πλάκα»)!
Στα επόμενα χρόνια τα ρεμπέτικα βγήκαν από το «γκέτο» των τεκέδων. Έγιναν η μουσική των λαϊκών συνοικιών του Πειραιά και της Αθήνας. Τα τραγούδια γράφονταν και αποτυπώνονταν σε δίσκους, ενώ πολλές από τις καινούριες συνθέσεις ήταν στο στυλ των ρεμπέτικων. Σε πολλές ταβέρνες και «κρασοπουλιά» προστέθηκε το πάλκο όπου τραγουδούσαν και έπαιζαν οι μουσικές κομπανίες.
Κατά τη δικτατορία «της 4ης Αυγούστου» του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941) επιβλήθηκε λογοκρισία στους στίχους των ρεμπέτικων τραγουδιών. Όμως η μουσική αυτή δεν χάθηκε, συνέχισε τη διαδρομή της στην Ελληνική μουσική κουλτούρα μέσα από την αγάπη του κόσμου σε όλη τη χώρα και στο εξωτερικό. Διάσημοι Έλληνες τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Στράτος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Στράτος Διονυσίου, η Βίκυ Μοσχολιού και άλλοι, έβαλαν τα ρεμπέτικα στο ρεπερτόριό τους. Κατά την δεκαετία του ‘80 πολλοί νέοι καλλιτέχνες ανακάλυψαν και διασκεύασαν παλιά ρεμπέτικα και ανέδειξαν την επιρροή τους στην κοινωνία και στη μουσική ιστορία της Ελλάδας.
Αν θέλετε να γνωρίσετε αυτή την τόσο ιδιαίτερη μουσική δεν έχετε παρά να περάσετε μια βραδιά στα ρεμπετάδικα του Πειραιά. Θα τα βρείτε στο κέντρο της πόλης.
Δείτε στον χάρτη Google για περισσότερες πληροφορίες.
Πληροφορίες…
Στα παραδοσιακά καφενεία, τα ουζερί και τις ταβέρνες του Πειραιά θα ακούσετε τα αυθεντικά Πειραιώτικα ρεμπέτικα, καθώς και όλα εκείνα που ερμήνευσαν αργότερα διάσημοι Έλληνες τραγουδιστές.
Εκθέσεις και διαλέξεις με θέμα το Πειραιώτικο ρεμπέτικο συμπεριλαμβάνονται σε σημαντικές διοργανώσεις όπως οι Ημέρες Θάλασσας.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης
«Φραγκοσυριανή», «Το Μινόρε της Αυγής», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά»...Και ποιος δεν τα έχει τραγουδήσει!
Ο Μάρκος, ο αποκαλούμενος «πατριάρχης του ρεμπέτικου», ήταν συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και οργανοπαίκτης. Είχε ιδιαίτερη φωνή και μεγάλη δεξιοτεχνία στο μπουζούκι. Οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι. Έγραψε και τραγούδησε πολλά ρεμπέτικα τα οποία μέχρι σήμερα τα έχουν ερμηνεύσει πολλοί διάσημοι Έλληνες τραγουδιστές. Έως το 1940 ήταν ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδώντας, όχι μόνο για τον έρωτα, αλλά για τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, την ξενιτιά.
Όμορφος άντρας, που τον ...κυνηγούσαν οι γυναίκες, ερωτεύτηκε τη «μοιραία γυναίκα» της ζωής του, την γοητευτική, άπιστη Μανιάτισσα Ζιγκοάλα που του έκανε τη ζωή μαρτύριο -αλλά και τον ενέπνευσε. Άνθρωπος της βιοπάλης, παρέμεινε φτωχός, αλλά έμεινε στην ιστορία της μουσικής. Οι νέοι τον ακούνε και σήμερα.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στην Άνω Σύρο το 1905 και ήρθε στον Πειραιά το 1917, όπου έβγαζε μεροκάματο για να ζήσει και να φέρει εκεί την οικογένειά του. Από αυτές τις σκληρές δουλειές (όπως λ.χ. του εκδορέα στα σφαγεία) εμπνεύστηκε στίχους για τα τραγούδια του. Στις αρχές του 1933 έγραψε σε γραμμόφωνο τον πρώτο του δίσκο. Η δημιουργία της κομπανίας «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» υπήρξε, κατά τον ίδιο, ιδιαίτερα σημαντική στα πρώτα χρόνια της διαδρομής του στη μουσική. Μεταξύ 1935-1940 ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός -τότε, μάλιστα, έγραψε τη διάσημη «Φραγκοσυριανή».
Ο γιος του, Στέλιος, έγινε και αυτός ένας σημαντικός μουσικός και συνεχιστής του έργου του πατέρα του.
Η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη κυκλοφορεί σε βιβλίο. Όπως είπε ο ίδιος: «Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ' την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα 'χει στη δική του την ιστορία».